-11- |
«αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλθομεν ἠδὲ θάλασσαν,
νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσαμεν εἰς ἅλα δῖαν,
ἐν δ᾿ ἱστὸν τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηὶ μελαίνῃ,
ἐν δὲ τὰ μῆλα λαβόντες ἐβήσαμεν, ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ |
Σαν κατεβήκαμε στη θάλασσα και στο πλεούμενο μας,
σύραμε πρώτα το πλεούμενο στο θείο το κύμα μέσα
και στήσαμε κατάρτι κι άρμενα στο μελανό καράβι᾿
τα πρόβατα μετά φορτώσαμε και μπήκαμε κι ατοί μας |
5 |
Ἀ βαίνομεν ἀχνύμενοι θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες.
ἡμῖν δ᾿ αὖ κατόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο
ἴκμενον οὖρον ἵει πλησίστιον, ἐσθλὸν ἑταῖρον,
Κίρκη εὐπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα.
ἡμεῖς δ᾿ ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα |
βαριά θλιμμένοι, και τα μάτια μας πλημμύριζαν στο κλάμα.
Ξοπίσω από το γαλαζόπλωρο καράβι πρίμο αγέρι,
σταλμένο από την ωριοπλέξουδη, την ανθρωπολαλούσα
θεά, την άγρια Κίρκη, σύντροφος καλός μας προβοδούσε.
Κι ως τ᾿ άρμενα του πλοίου συντάξαμε, καθόμασταν, τι εκείνο |
10 |
ἥμεθα: τὴν δ᾿ ἄνεμός τε κυβερνήτης τ᾿ ἴθυνε.
τῆς δὲ πανημερίης τέταθ᾿ ἱστία ποντοπορούσης:
δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί.
«ἡ δ᾿ ἐς πείραθ᾿ ἵκανε βαθυρρόου Ὠκεανοῖο.
ἔνθα δὲ Κιμμερίων ἀνδρῶν δῆμός τε πόλις τε, |
καλά το κυβερνούσαν ο άνεμος κι ο τιμονιέρης μόνο,
κι ολημερίς πελαγοδρόμιζε με τα πανιά γεμάτα.
Κι ως πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ίσκιωσαν όλοι οι δρόμοι,
έφτασε πια στου βαθιορέματου του Ωκεανού την άκρα.
Των Κιμμερίων η χώρα βρίσκεται κει πέρα και το κάστρο, |
15 |
ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμένοι: οὐδέ ποτ᾿ αὐτοὺς
ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν,
οὔθ᾿ ὁπότ᾿ ἂν στείχῃσι πρὸς οὐρανὸν ἀστερόεντα,
οὔθ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾿ οὐρανόθεν προτράπηται,
ἀλλ᾿ ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσι. |
συντυλιγμένα μες σε σύγνεφο κι αντάρα᾿ δεν τους βλέπει
ο Ήλιος ποτέ ο φωτοπερίχυτος με τις λαμπρές του αχτίδες,
μηδέ σαν παίρνει τον ανήφορο προς τ᾿ αστεράτα ουράνια,
μηδέ σα στρέφει απ᾿ τά μεσούρανα στης γης ξανά τα μέρη,
μον᾿ νύχτα φοβερή στους άμοιρους θνητούς απλώνει πάντα. |
20 |
νῆα μὲν ἔνθ᾿ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν, ἐκ δὲ τὰ μῆλα
εἱλόμεθ': αὐτοὶ δ᾿ αὖτε παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο
ᾔομεν, ὄφρ᾿ ἐς χῶρον ἀφικόμεθ᾿, ὃν φράσε Κίρκη. «ἔνθ᾿ ἱερήια μὲν Περιμήδης Εὐρύλοχός τε
ἔσχον: ἐγὼ δ᾿ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ |
Καθίζουμε στον άμμο το άρμενο, κι ως βγάλαμε από μέσα
τα πρόβατα, το δρόμο πήραμε στον Ωκεανό από δίπλα,
ως που στο μέρος πια βρεθήκαμε που 'χε αρμηνέψει η Κίρκη. Κει πέρα κράτησαν ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης μπρος μου
τα δυο σφαχτά᾿ κι εγώ ανασέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου |
25 |
βόθρον ὄρυξ᾿ ὅσσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἀμφ᾿ αὐτῷ δὲ χοὴν χεόμην πᾶσιν νεκύεσσι,
πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέι οἴνῳ,
τὸ τρίτον αὖθ᾿ ὕδατι: ἐπὶ δ᾿ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνον.
πολλὰ δὲ γουνούμην νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, |
λάκκο ως μια πήχη πήρα κι άνοιξα του μάκρους και του φάρδους.
και πρόσφερα χοές στα χείλη του στους πεθαμένους όλους'
πρώτα μελόγαλα τους έχυσα, κρασί γλυκό κατόπι,
νερό στο τέλος, και πασπάλιζα κριθάλευρο από πάνω'
και δεόμουν στων νεκρών τ᾿ ανέψυχα κεφάλια, τάζοντας τους, |
30 |
ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη,
ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾿ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν,
Τειρεσίῃ δ᾿ ἀπάνευθεν ὄιν ἱερευσέμεν οἴῳ
παμμέλαν᾿, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ἡμετέροισι.
τοὺς δ᾿ ἐπεὶ εὐχωλῇσι λιτῇσί τε, ἔθνεα νεκρῶν, |
αν στην Ιθάκη πίσω διάγερνα, την πιο τρανή μου στέρφα
γελάδα να τους σφάξω, καίγοντας μαζί περίσσια δώρα.
Κι ένα κριάρι τάζω ξέχωρα στον Τειρεσία να σφάξω,
μαύρο, κατάμαυρο, το πιο όμορφο στα ζωντανά μου μέσα.
Τα παρακάλια πια σαν τέλεψα και τα ταξίματα μου |
35 |
ἐλλισάμην, τὰ δὲ μῆλα λαβὼν ἀπεδειροτόμησα
ἐς βόθρον, ῥέε δ᾿ αἷμα κελαινεφές: αἱ δ᾿ ἀγέροντο
ψυχαὶ ὑπὲξ Ἐρέβευς νεκύων κατατεθνηώτων.
νύμφαι τ᾿ ἠίθεοί τε πολύτλητοί τε γέροντες
παρθενικαί τ᾿ ἀταλαὶ νεοπενθέα θυμὸν ἔχουσαι, |
στα πλήθη των νεκρών, τα πρόβατα στο λάκκο σφάζω απάνω,
κι ως έτρεχε το μαύρο γαίμα τους, από τα σκότη κάτω
βγήκαν ψυχές νεκρών αρίφνητες και μαζωχτηκαν γύρα:
Άγουροι, νιόπαντρες και γέροντες χιλιοβασανισμένοι,
κόρες γλυκές, όλο παράπονο που σβησαν στον ανθό τους, |
40 |
πολλοὶ δ᾿ οὐτάμενοι χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν,
ἄνδρες ἀρηίφατοι βεβροτωμένα τεύχε᾿ ἔχοντες:
οἳ πολλοὶ περὶ βόθρον ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος
θεσπεσίῃ ἰαχῇ: ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει.
δὴ τότ᾿ ἔπειθ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα |
και πλήθος άντρες, με χαλκόβαρα κοντάρια χτυπημένοι,
που έπεσαν σε πολέμους, κι άρματα ματόβρεχτα κρατούσαν.
Κι άλλος αλλούθε πήραν κι έζωναν το λάκκο με περίσσιον
άγριον αχό, που εμένα ολόχλωμος με περεχούσε τρόμος.
Πρόσταξα τότε τους συντρόφους μου να γδάρουν τα σφαγάρια, |
45 |
μῆλα, τὰ δὴ κατέκειτ᾿ ἐσφαγμένα νηλέι χαλκῷ,
δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν,
ἰφθίμῳ τ᾿ Ἀί̈δῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ:
αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
ἥμην, οὐδ᾿ εἴων νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα |
που εκοίτουνταν απ᾿ τον ανέσπλαχνο χαλκό θανατωμένα,
και να τα κάψουν, και παράκληση στους δυο θεούς να υψώσουν,
στην Περσεφόνη την ανήμερη και στον τρανό τον Άδη.
Κι εγώ, καθούμενος, ανάσυρα το κοφτερό απ᾿ τη μέση
σπαθί, και των νεκρών δεν άφηνα τ᾿ ανέψυχα κεφάλια |
50 |
αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
«πρώτη δὲ ψυχὴ Ἐλπήνορος ἦλθεν ἑταίρου:
οὐ γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης:
σῶμα γὰρ ἐν Κίρκης μεγάρῳ κατελείπομεν ἡμεῖς
ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον, ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγε. |
κοντά στο γαίμα, πριν απόκριση μου δώσει ο Τειρεσίας.
Πρώτη έφτασε η ψυχή του Ελπήνορα, του συντρόφου μου᾿ ακόμα
δεν ήταν κάτω απ᾿ την πλατύδρου, η τη γη μαθές θαμμένος
το είχαμε αφήσει το κουφάρι του στης Κίρκης το παλάτι
άκλαφτο κι άθαφτο —μας έσφιγγαν μεγάλες έγνοιες άλλες! |
55 |
τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:
«Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα;
ἔφθης πεζὸς ἰὼν ἢ ἐγὼ σὺν νηὶ μελαίνῃ. «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ: |
Κι όπως τον είδα, τον συμπόνεσα, τα κλάματα με πήραν,
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια:
,, Στο ανήλιαγο σκοτάδι, Ελπήνορα, πως ήρθες; πως κατέβης
πεζός εσύ πιο πριν απ᾿ τ᾿ άρμενο που μ᾿ έφερε εδώ πέρα;" Σαν είπα τούτα, εκείνος βόγγηξε κι αυτά μου απηλογήθη: |
60 |
‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ ἀθέσφατος οἶνος.
Κίρκης δ᾿ ἐν μεγάρῳ καταλέγμενος οὐκ ἐνόησα
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσον: ἐκ δέ μοι αὐχὴν |
,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
θεού βουλή κακιά με αφάνισε και το κρασί το πλήθιο!
Στης Κίρκης το παλάτι ως πλάγιαζα, δεν πέρασε απ᾿ το νου μου
την αψηλήν οπούθε ανέβηκα να κατεβώ τη σκάλα,
κι απ᾿ τη σκεπή γραμμή γκρεμίστηκα, κι ως βγήκε απ᾿ τα σφοντύλια |
65 |
ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾿ Ἄϊδόσδε κατῆλθε.
νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γουνάζομαι, οὐ παρεόντων,
πρός τ᾿ ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ᾿ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα,
Τηλεμάχου θ᾿, ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες:
οἶδα γὰρ ὡς ἐνθένδε κιὼν δόμου ἐξ Ἀίδαο |
κι έσπασε ο σβέρκος μου, κατέβηκε στον Άδη κι η ψυχή μου.
Μα σε ξορκίζω σε όσους άφηκες δικούς κι εδώ δεν είναι —
το ταίρι σου και τον πατέρα σου, που σ᾿ έχει αναστημένο,
και τον Τηλέμαχο, στο σπίτι σου μοναχογιό που άφηκες:
το ξέρω, σα γυρνάς, αφήνοντας εδώ τον Κάτω Κόσμο,
|